Saturday, January 31, 2015

ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ... συνέχεια...

...

-«Κοίτα την παλάμη σου, κρατάς το φεγγάρι!» σου είχα πει. Η άμμος αγκάλιαζε με τους αμέτρητους ζεστούς κόκκους της τα γυμνά κορμιά μας. Θυμάσαι; ΄Ήταν μια ψευδαίσθηση. Το μενταγιόν που κρατούσες στο χέρι σου αντανακλούσε το φως των αστεριών κι εγώ σε παρακάλαγα να με κοιτάξεις στα μάτια για να δω το φεγγάρι. Σηκώθηκες πασαλειμμένη με άμμο. Μπήκε στα μάτια μου. Κρέμασες το μενταγιόν στο λαιμό σου και άρχισες να τρέχεις. Σε ακολούθησα… Μια παρέα παιδιών μας είδε. Μας κυνήγησαν ως το νερό. Βούτηξες…
Το άλλο πρωί δεν ήσουν δίπλα μου. Είδα μόνο τούφες από τα μαλλιά σου και ένα μενταγιόν. Ένα κοχύλι σε σχήμα φεγγαριού.

Αυτή η άμμος είναι που έγινε χώμα. Η μοναξιά είναι από χώμα. Χώμα που τρέχει ανάμεσα από τα δάχτυλα. Είναι το τέλος και η αρχή. Ή η αρχή και το τέλος. Δεν είναι ανάγκη να ιδιοποιούμε το παιχνίδι των λέξεων όταν κλυδωνιζόμαστε στο ακραίο. Ο καπνός από το τσιγάρο εξανεμίζεται μαρτυρικά γιατί αναγκάζεται να διασπαστεί. Κι όμως εσύ μου έμαθες πως αυτό δεν είναι διάσπαση αλλά ένωση με την αιωνιότητα. Γι’ αυτό δεν σταμάτησα ποτέ να καπνίζω. Τραβώ τις βαριές κουρτίνες της μοναξιάς μου και αυτοκαταστρέφομαι διαβάζοντας μυθιστορήματα. Είναι το μόνο πράγμα που δεν λειτουργεί υπό τους νόμους της δικαιοδοσίας. Ατένισμα στα νεύρα των ανθρώπων που δεν μπορούν να διαβάσουν.

Δεν ξέρω πως, αλλά τα ρολόγια του δρόμου χτυπούν μαζί τα δευτερόλεπτα. Αποστομώνουν τα λεπτά, τις ώρες, τους αιώνες που περνούν σ΄αυτή την απαίσια πόλη με τους αγέλαστους ανθρώπους. Κανείς δεν ματώνει. Μόνο τα σκυλιά που ψοφούν από την πείνα.Το διαλέγουν. Είναι μια σοφή επιλογή. Θυμάσαι τι είχες πει; «Ο κόσμος είναι γεμάτος παραστάσεις. Παραστάσεις με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους. Γιατί; Οι άνθρωποι δεν θα πάνε στον παράδεισο. Δεν θα γευτούν την αμβροσία που στάζει με το σάλιο των Θεών. Θα πεθάνουν από την πείνα στην άλλη ζωή. Φοβάμαι» και τότε σε έσφιγγα στην αγκαλιά μου ξέροντας ότι δεν πιστεύω σε μιαν άλλη ζωή. Είναι αυτό σου το πιστεύω που παρόργιζε τους γύρω, παρότρυνε τον χρόνο να περάσει γρήγορα και να μ’αφήσει μόνο, ν’αναρωτιέμαι αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Το δικό μου το τερατώδες τέλος. Το δικό σου το ιδιότυπο.

Τώρα ξέρω ήταν η άμμος εκείνο το βράδυ που είχε κολλήσει πάνω σου. Σε ξελόγιασε. Δεν άντεχες το βήχα μου. Σε έπνιξε η λάσπη που από μοναξιά έγινε λύτρωση. Δεν άντεχες το ότι μπορούσα να βήξω χωρίς να προσποιηθώ. Το ότι μπορούσα να τρέξω χωρίς να λαχανιάσω. Προτίμησες την καιροσκοπία του Διαβόλου που σου προσέφερε μια ζωή χωρίς χώμα. Μια παράσταση χωρίς αυλαία. Χωρίς το τρίξιμο από το χαρτί του προγράμματος κατά τη διάρκεια του έργου που πάντα σε εξόργιζε. Κι όμως θυμάσαι το έργο που βλέπαμε κάθε φορά; Τότε που προσπαθούσαμε να κρύψουμε τα δάκρυά μας. Όταν οι δίπλα έμεναν ακούνητοι κι εμείς απλά αναμάρτητοι, τελειώνοντας αλλιώς την 7η μέρας της δημιουργίας. Δίνοντας το δικό μας τέλος. Όταν το θέατρο άδειαζε γινόσουν η Μήδεια κι εγώ ο Άμλετ πάνω στην ίδια σκηνή. Εσύ πάντα άρχιζες κι εγώ τελείωνα και το αντίθετο. Και ο επίλογος του έργου μας πάντα ο ίδιος: «Η ιστορία δεν ισορροπεί σε μια ευθεία. Η ζωή δεν είναι προϋπόθεση» με την αυλαία διάπλατα ανοιχτή να μάχεται να κλείσει κι εμείς να την κρατάμε ανοιχτή. Ως τη μέρα που έφυγες χωρίς να πεις αντίο. Χωρίς να βάλεις την παλάμη σου στο πρόσωπό μου και να μου πεις: «Κοίτα την παλάμη σου, κρατάς το φεγγάρι!». Έφυγες κι εγώ έγινα χώμα.

          Το διαμέρισμά μου είχε θέα το δρόμο και τον κόσμο. Αυτόν γύψινο κόσμο που συχνά χτίζαμε και γκρεμίζαμε με γέλια. «Ο κόσμος είναι έξω» είπες μια μέρα πριν φύγεις, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. «Εμείς είμαστε μέσα. Κι όμως η αρμονία την απώλειάς μας είναι πρόθεση. Κανείς δεν ξέρει ότι η ευθυκρισία της ύπαρξής μας τους καταστρέφει». Έγυρες πίσω και γέλασες κι εγώ ονειρευόμουν την αυριανή μέρα ξέροντας ότι θα σ’έχω για πάντα. Που να ‘ξερα ότι θα σε σκότωνα από ζήλια γιατί γνώριζες τι θα πει απελευθέρωση, ενώ εγώ όχι.

          Πολλές φορές ξυπνώ μούσκεμα στον ιδρώτα. Τα σκεπάσματα στάζουν, ενώ εγώ κοντεύω να πνιγώ από τον αιώνιο βήχα μου. Ένα βήχα αληθινό, γέννημα ενός λαιμού ξερού και καυτού όπως η άμμος μακρυά από την θάλασσα που ψήνεται από τον ήλιο. Η μοναξιά μου είναι από χώμα και η αυλαία των δικών μας παραστάσεων γίνεται νερό. Νερό από κόκκινο σκονισμένο βελούδο που σαρώνει την ευφορία. Τότε ο καπνός γίνεται πυκνός και ο δρόμος προς την αιωνιότητα φαίνεται άβατος. Βλέπω αγκάθια στα χέρια και τα δάχτυλά σου και τούφες από τα μαλλιά σου που δείχνουν το δρόμο. Μόνο εσένα δεν βλέπω.

          Έφυγες και νόμιζα ότι δεν θα ξανάρθεις. Κι όμως απόψε είσαι και πάλι εδώ να μου ψιθυρίσεις πως: «Ο άνθρωπος μεγαληγορεί ακατάπαυστα», πως «Η νεφέλη από τα αμέτρητα τσιγάρα μου θα φέρει μπόρα γιατί τελικά δεν υπάρχει άλλη ζωή», πως «Η προσήνεια και η προσήλωση στα μεγάλα έργα θα χαθεί, γιατί η ψυχή ακόμα και όταν έρθει το τέλος μένει ανέπαφη. Ότι τέλος και να είναι αυτό». Τερατώδες σαν το δικό μου, ή ακόμα και ιδιότυπο σαν το δικό σου. Η άμμος που άφησες πίσω σου όταν έφυγες τρέχοντας είχε κομμάτια από το δέρμα σου. Η θάλασσα που  με ξύπνησε το επόμενο πρωί είχε τη μυρωδιά του κορμιού σου και η τούφα από τα μαλλιά σου έκαιγε. Την κοίταζα όσο καιγόταν με μια ασυναίσθητη ηδυπάθεια και αυτογνωσία, σα να γνώριζε ότι η ζωή της είχε πια τελειώσει, χωρίς το φόβο του θανάτου. Είχες πει ότι δεν θα φοβηθείς την ύστατη μέρα. Κι όμως ξέρω ότι τρόμαξες. Ξέρω ότι δάκρυσες γιατί δεν σε κοίταγα στα μάτια.  
  Αλήθεια θυμάσαι που κοιτάγαμε τους γύρω και αυτοί απλά έστρεφαν αλλού του βλέμμα;

-«Μια δυνατή ματιά κρύβει υπόσταση και αληθοφάνεια» είχες πει. «Η αποστροφή των γύρω πρέπει να μας γεμίσει με εγωπάθεια για τα αμαρτήματά τους. Τα δικά μας είναι απλά πράξεις σαδισμού απέναντι στο άπιαστο, στο ακατόρθωτο». Γι’ αυτό με γέμιζε να σε κοιτώ στα μάτια. Όταν όμως εμφανιζόταν εκείνο το βασανιστικό φεγγάρι δάκρυζα. Με ρωτούσες τι συμβαίνει κι εγώ σε ταϊζα με την ίδια αναξιόπιστη δικαιολογία: «Είναι ο καπνός από το τσιγάρο». Ο καπνός από το τσιγάρο που μου έμαθες ότι δεν εξανεμίζεται μαρτυρικά γιατί αναγκάζεται να διασπαστεί, αλλά γιατί θέλει να είναι ο συνδετικός κρίκος της ένωσης του ανθρώπου με την αιωνιότητα. Ποιά αιωνιότητα; Τη δική μου, τη δική σου ή των γύρω;.......................

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

Thursday, January 29, 2015

ΤΟΤΕ... και ΤΩΡΑ...

Αυτό... το είχα γράψει όταν ήμουν 16 χρονών... και σκέφτομαι... 

Τί σκεφτόμουν άραγε τότε; Πού έχουμε φτάσει; και πώς ταυτίζομαι για ακόμα μία φορά με αυτή την εφηβική μου πάλη... την αιώνια πάλη... που την κουβαλάω μέσα μου...Τότε που ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, την σεξουαλικότητά σου, το είναι σου, το 'υπάρχον'... Τότε που αρχίζεις και συνειδητοποιείς τι είναι ο κόσμος, πως λειτουργεί, πώς σε πληγώνει, πώς σ'ανυψώνει... πως στην πραγματικότητα είσαι ΄μόνος'...Μοναχικός θεατής σε μια 'παράσταση'... σε ένα 'θεατράκι'... ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατής μαζί... στην δική σου παράσταση... και χάνεσαι... και κλαίς και πονάς και χαμογελάς και ανακουφίζεσαι και αναγεννιέσαι και γερνάς... και χειροκροτάς... με αντίλαλο...Τότε που ανακαλύπτεις τους άλλους, τότε που ανακαλύπτεις τα γιατί σου και τα ναί σου και τα όχι σου... Τότε... 

Τώρα... που καταλαβαίνεις πως αυτή η πάλη είναι κομμάτι της ζωής σου, γιατί πάντα θα χάνεις αυτή τη μάχη μέσα σου... θα χάνεις αυτόν τον πόλεμο απέναντι στους άλλους και τους αστάθμητους παράγοντες που σε καθιστούν έρμαιο... να αγωνίζεσαι να είσαι ευτυχισμένος, ολοκληρωμένος... Να έχεις ένα σκοπό...Ε.Σ.
      

 Όταν ένα τσιγάρο κλείνει μέσα του μια ολόκληρη θεατρική παράσταση, πρέπει να το καπνίσουμε νωχελικά. Η αυλαία ανοίγει… Μου θυμίζει τα παλιά εκείνα θέατρα, με τις σκονισμένες, βελούδινες, κόκκινες κουρτίνες, που δεν ξέρεις αν έχουν βαφτεί τεχνικά ή απλά λογοτεχνικά με το αίμα κάποιου ήρωα. Η φλόγα διαλύει την σκόνη και το τρίξιμο από το χαρτί του προγράμματος που καίγεται προκαλεί ρίγος; μια παράξενη ζαλάδα στους θεατές που ρουφούν με πάθος. Δεν είναι η αυτογνωσία τα λόγια ενός Άμλετ, δεν είναι αυτοπραγμάτωση η κραυγή μιας Μήδειας; Είναι αληθοφάνεια, γιατί το κλάμα του θιάσου θα πάψει, θα εξατμιστεί με το σαβάνωμα που θα υποστεί από την αυλαία στο τέλος. Γιατί παντού και για πάντα υπάρχει ένα τέλος. Ακόμα και η ζωή έχει το δικό της ιδιότυπο τέλος. Ας μη μένουμε απλοί θεατές. Γίνετε καπνός, φωτιά, κομμάτι του Άμλετ, της Μήδειας. Τότε είναι που το πνευμόνι δεν θα σαπίσει, δεν θα υποστεί αφαίρεση. Και έτσι, ίσως ο ψίθυρος κατά τη διάρκεια της παράστασης πάρει νόημα, γίνει ψαλμωδία και όχι τσιτσίρισμα παράνομου χαρτιού που καίγεται. Κανείς δεν μπορεί να μείνει ακίνητος, πόσο μάλλον αναμάρτητος. Όταν το τσιγάρο τελειώνει κλείνει μέσα του την κάθαρση. Πρέπει να το σβήσουμε με στυλ. Η αυλαία κλείνει… Μου θυμίζει όλα τα όχι, τα μπορεί που δεν ξέρεις αν είχαν νόημα. Τότε καταλαβαίνεις πια πως η σκόνη της αυλαίας δεν ήταν απλά σκόνη, αλλά στάχτη. Απομεινάρια των αγγέλων και του Θεού που έκαναν ένα διάλειμμα, κάπνισαν ένα τσιγάρο. Αμάρτησαν. Θα τους καταδικάσουμε γι’ αυτό;

Οι καμινάδες είχαν εκείνο το απαίσιο κεραμιδί χρώμα που είχαν από πάντα κι η μοναξιά ήταν από χώμα, που έγινε λάσπη όταν έφυγες. Είπες ότι δεν θα ξανάρθεις αλλά δεν σε πίστεψα. Κι όμως ξαναγύρισες. Ήρθες πίσω πολλές φορές να με δεις και να μου θυμίσεις ότι οι παραστάσεις που δίναμε κάθε τόσο ήταν απλή απόγνωση. Απόγνωση για το κλάμα που ρίξαμε νωρίς, για την χώρα της λήθης που μας προκάλεσε αμνησία, για τα παιδιά που μας κυνήγησαν εκείνο το βράδυ στην παραλία, για τα ανύπαρκτα βάθη του ξεπεσμού που σε κατέστεψαν. Αλλά για στάσου. Μήπως δεν ήταν απλή απόγνωση; Μήπως ήταν ιερός σκοπός; Ανάγλυφη ανάγκη που μας κατέκτησε φέρνοντας τα πνεύματα μας σ’ένα γλυκό αγκάλιασμα. Ατολμία της αναγέννησης του σώματος που παγιδεύεται στο κατεστημένο. Ατίμασμα για μας που ξεχωρίσαμε, για μας που εγωλατρικά τολμήσαμε. Ανυψώσου.
-«Η ιστορία δεν ισορροπεί σε μια ευθεία», μου είπες εκείνο το βράδυ. «Η ιστορία είναι ευειδής σ’ αυτούς που ξέρουν να την καθαιρούν, έναντι στο θέλημά Του. Αυτός είναι απλός θεατής. Η δικαιοσύνη έρχεται μετά το θάνατο. Τότε γιατί υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή;» και έκλαιγες κρατώντας τα παγωμένα κάγκελα με τα παιδικά σου χέρια.
Ήρθες πίσω πολλές φορές για να μου πεις ότι «Ο κόσμος είναι άδικος. Μια αρένα αξιοπιστιών που ρουφά την σκόνη από τις κουρτίνες της αυλαίας, που ζει με έναν αιώνιο βήχα. Έναν προσποιητό βήχα. Ένα πνίξιμο αποδεκτό, διχόγνωμο που στο τέλος καθαγιάζεται. Ενσωματώνεται στα μέσα». Αλλά για στάσου; Εμείς δεν αρκεστήκαμε στην ολιγάργκεια της παθητικότητας. Μαστιγωθήκαμε πρότυπα, δημόσια γιατί ξεχωρίσαμε, γιατί εγωλατρικά τολμήσαμε. Εγώ παγιδεύτηκα κι εσύ αφέθηκες στην σθεναρώτητα μιας υποτιθέμενης αιωνιότητας να κρατάς τα παγωμένα κάγκελα. Έγινα το αίμα με το οποίο έβαψαν τις κουρτίνες στο παλιό θέατρο της γειτονιάς σου κι εσύ τις έβρεχες με τα δάκρυά σου μήπως και ξεβάψουν. Τις έσκιζες μήπως και στάξουν.

-«Η ζωή δεν είναι προϋπόθεση», σου είπα εκείνο το βράδυ. «Η ζωή είναι προτροπή έναντι του δημιουργικού μέρους του εαυτού μας. Φόνος και όχι αυτοκτονία του Είναι μας από εμάς τους ίδιους για να προσυπογράψουμε αυτό που μέλλεται». Με κοίταγες με τα μεγάλα μάτια σου. Με κοίταγες και τα χαμήλωνες για να μην δω μέσα βαθιά την αντανάκλαση του προσώπου μου πίσω από παγωμένα κάγκελα. Τότε έπιανα το σαγόνι σου με το χέρι μου και σήκωνα το κεφάλι σου, αλλά δεν ήσουν εσύ. Ήμουν εγώ. Τρόμαζα και σε έδιωχνα μακριά και τότε έβαζες τα κλάματα, ξεσπούσες σε λυγμούς και φώναζες: «Κοίτα την παλάμη σου, κρατάς το φεγγάρι!»." ... 
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

Tuesday, September 23, 2014

Α' ΒΡΑΒΕΙΟ, ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΙ ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΔΕΛΦΩΝ, ΑΘΗΝΑ 4/6/2000

"ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΟΝΟΥ"

ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΜΙΛΙ ΦΩΤΙΑΣ, ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΤΑΙ ΣΤΗ ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ.
ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΑ ΤΟ ΣΟΥΡΣΙΜΟ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ,
ΚΑΘΩΣ ΚΥΛΑ ΜΑΝΙΑΣΜΕΝΑ ΣΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΣΑΝ ΗΧΩ.
ΚΑΘΕ ΒΗΜΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΙΛΑΔΑ ΟΥΡΑΝΩΝ.

Ο ΗΛΙΟΣ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕ ΣΤΟ ΧΩΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ.
ΡΟΥΦΗΞΕ ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΟΥ ΠΟΥ ΧΤΥΠΑ ΑΣΤΡΑΠΕΣ,
Σ'ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΑΠΟ ΠΗΛΙΝΟΥΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΩΝ.
ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΡΥΠΟΥΝ ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΣΕ ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ ΔΕΜΕΝΑ ΣΦΙΧΤΑ.
ΤΟ ΑΙΜΑ ΠΟΥ ΚΥΛΑ ΒΑΘΙΑ, ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΑΤΕΡΜΟΝΟΥΣ ΒΟΡΙΑΔΕΣ,
ΣΤΙΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΣΕ ΠΕΤΡΙΝΕΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΟΝΟΥ.
ΕΓΙΝΕΣ ΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΜΙΑΣ ΓΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΗΛΙΟ.

Ο ΘΕΟΣ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ΑΙΩΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΛΑΣΕΙ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ,
ΚΙ ΕΣΥ Μ'ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΕΛΙΩΣΕΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Η ΣΦΑΙΡΑ ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΗΛΙΔΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΜΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΛΗΓΗ ΑΣΗΜΑΝΤΗ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΕΝΟΣ ΒΑΡΥΠΟΙΝΙΤΗ.

ΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΒΛΕΠΩ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΦΩΤΟΣ.
ΖΩ, ΠΕΡΠΑΤΩ ΑΝΑΠΝΕΩ ΚΑΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΕΠΛΟ ΚΕΝΤΗΜΕΝΗ ΑΒΥΣΣΟΣ.
Η ΕΛΠΙΔΑ ΚΟΛΥΜΠΗΣΕ ΛΑΧΑΝΙΑΖΟΝΤΑΣ ΑΝΕΜΟΥΣ ΩΣ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΑΔΗ.
ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΕ ΛΙΩΜΕΝΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.
ΑΥΤΑ, ΣΤΑΖΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΕ ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΟΥΡΑΝΩΝ.
ΣΕ ΠΟΤΑΜΙΑ ΑΠΟ ΟΥΡΑΝΙΑ ΤΟΞΑ.

ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΜΙΑΣ ΠΙΚΡΗΣ ΜΑΤΙΑΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΦΥΛΑΚΗ ΟΛΟ ΑΓΩΝΙΑ.
ΜΑΚΡΥΑ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΟΝΟΥ, ΗΡΘΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ 'ΠΡΟΧΩΡΑ'.
ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΣΥΝΑΝΤΙΩΝΤΑΙ ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ, ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΟΡΕΙΑ,
ΚΛΕΙΔΙ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩΝ.

ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ, ΑΓΝΗ ΛΑΒΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΙΣΕ ΑΣΤΕΡΙΑ.
ΑΓΓΙΞΑΝ ΤΗ ΓΗ, ΓΙΝΗΚΑΝ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ.
ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΟΤΑΝ ΞΕΡΩ ΟΤΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ ΕΧΕΙ ΑΓΑΠΗΣΕΙ.
ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΟ ΕΝΟΣ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ,
ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΖΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΙΖΟΥΝ.

ΠΕΡΠΑΤΩ ΣΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΜΙΛΙ ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ ΜΙΑΣ ΝΕΚΡΗΣ,
ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΖΩΗ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΚΟΚΚΟΥΣ ΜΙΑΣ ΣΠΑΣΜΕΝΗΣ ΚΛΕΨΥΔΡΑΣ.
ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΘΑ ΧΑΘΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΣΤΡΑΠΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΥΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΕΛΠΙΖΩ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΥΩ ΣΑΝ ΧΘΕΣ,
ΤΑ ΓΕΛΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΟΡΦΩΝ.
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΛΛΟΙ ΖΟΥΝ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΣΚΙΩΝ,
ΝΙΩΘΟΝΤΑΣ ΚΑΥΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΞΕΝΩΝ ΨΥΧΩΝ, ΘΑ ΚΛΕΙΣΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ,
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΤΡΙΚΥΜΙΑΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΟΙ ΚΡΟΤΟΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΟΥ.

Ο ΑΕΡΑΣ ΜΕ ΧΤΥΠΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΣΩΣΤΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΒΡΟΧΗ.
ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΑΝΕΜΙΖΟΥΝ ΠΛΕΚΟΝΤΑΣ ΗΛΙΑΧΤΙΔΕΣ ΝΥΧΤΑΣ.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, ΦΤΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΑΡΟΝ.
ΕΓΩ, ΚΑΤΕΛΗΞΑ ΜΑΡΤΥΡΑΣ, ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΝΟΣ ΧΕΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΠΡΑΞΕ ΦΟΝΟ...

Ε.Σ.

Monday, September 22, 2014

ΑΛΛΟ ΕΡΩΤΑΣ... ΑΛΛΟ ΑΝΑΓΚΗ.

ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ ΠΟΤΕ ΑΛΗΘΙΝΑ; ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ...
ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΝΑΙ... ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ.
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ... 
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΗΤΑΝ ΕΡΩΤΑΣ...ΜΠΟΡΕΙ KAI ΝΑ ΗΤΑΝ ΑΠΛΑ ΠΑΘΟΣ... 
ΗΜΟΥΝ 18 ΧΡΟΝΩΝ... ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ... Η' ΜΗΠΩΣ ΤΗΝ  ΗΞΕΡΑ;

ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ. ΠΩΣ: Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΑΦΟΡΑ: 
ΑΛΛΟ Η ΑΓΑΠΗ, ΑΛΛΟ Ο ΕΡΩΤΑΣ, ΑΛΛΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΑΝΑΓΚΗ... 

ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΕΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΔΕΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ; ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΜΑΣ...
ΕΙΝΑΙ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΜΑΣ ΝΑ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΠΩΣ ANHKOYME... 
ΝΑ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΠΩΣ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΝΕ, ΠΩΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟΔΕΚΤΟΙ, ΠΩΣ ΜΑΣ ΣΕΒΟΝΤΑΙ, ΠΩΣ ΑΞΙΖΟΥΜΕ... 

'ΑΝΗΚΟΥΜΕ' ΟΜΩΣ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ; 

Ε.Σ.



ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ ΠΟΤΕ ΑΛΗΘΙΝΑ; ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΝΑΙ...
ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ... Η' ΜΗΠΩΣ ΤΗΝ ΗΞΕΡΑ;

"Είναι κάποια πράγματα που θέλω να πω...
Σ'εσένα και σε μένα... πέρα από την κόκκινη γραμμή που όλοι θα αρνηθούμε κάποτε...
Μαζί σου έμαθα πως βιοπάλη σημαίνει να ξεπερνάς το χάος, να γίνεσαι ήρωας σ'έναν στενό παράδεισο... Γιατί οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά κι οι φίλοι φεύγουν φέρνοντας κακά μαντάτα...
Στην πραγματικότητα, είμαστε 'μεις που καθόμαστε σε λάθος πέτρα... Με τον πρώτο ουρανό θα σκουρύνει; με την πρώτη βροχή θα γίνει χώμα... κι εμείς κολόνα στις ρίζες των ανθρώπων... 
Η αποδοχή έρχεται τελευταία; αν τελικά υπάρχει αποδοχή...
Πού πάω; Πού πας; Χάνουμε τον καιρό μας αποφασίζοντας αν η απάντηση θ'αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο στο αιώνιο υπαρξιακό μας χάος.
Χάνουμε χρόνο προσπαθώντας ν'αλλάξουμε την δεδομένη ροπή του διχασμού μας για λίγο ουρανό όταν ορκιζόμαστε "Να μην ορκιστούμε ποτέ!"...
Η ζωή περνά και η προσήνεια και η προσήλωση στα μεγάλα έργα θα χαθεί γιατί η ψυχή ακόμα και όταν έρθει το τέλος μένει ανέπαφη. Ότι τέλος κι αν είναι αυτό... Υπάρχει τέλος;
Μου έμαθες πως δεν υπάρχει, γιατί το σώμα είναι γιομάτο μνήμη όταν δέχεσαι τα σύνορα κι εγώ επιμένω πως: 'Η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη'...
Στην αρχή λοιπόν της αιώνιας ζωής, θέλω να με κρατάς σφιχτά όταν θα φωνάζουμε: 'Μικρός, στενός είν' ο Παράδεισος, δεν μας χωράει!'... και είμαι σίγουρη, ό,τι και να γίνει θα φτιάξουμε τον δικό μας παράδεισο...
Έναν παράδεισο που δεν θα χωράει στα δεδομένα της εποχής, παρά μόνο... στα δικά μας..."
Ε.

(ΛΟΝΔΙΝΟ 2002 - Ε.Σ. προς Μ. όταν 'τελείωσε' αυτό που είχαμε...)







ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΞΕΚΙΝΑΕΙ...

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ...
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΟ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕ ΒΓΑΛΕΙ...

ΞΕΡΩ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ:
ΠΑΝΤΑ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΚΛΙΣΗ ΣΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ... ΑΓΑΠΑΩ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΛΥ ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΟΣΟ ΤΙΠΟΤΑ... ΚΑΙ... ΕΦΤΑΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ Ο,ΤΙ ΕΧΩ... ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΕΛΕΓΞΩ...
ΤΟ ΧΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΑΕΙ ΝΑ ΒΓΕΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΩ...

ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΣΑΙ... ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΙΣΑΙ...
ΕΙΜΑΙ; ΔΕΝ ΞΕΡΩ... ΑΥΤΟ ΘΑ ΤΟ ΚΡΙΝΕΤΕ ΕΣΕΙΣ... ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ...

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΦΟΒΑΜΑΙ... ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΟΛΥ...

ΦΟΒΑΜΑΙ, ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΙ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΣΤΗΚΑ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ... ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΑΝ, ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΟΥΝ...
ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ. ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ; ΕΙΝΑΙ ΠΟΝΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ, ΕΙΝΑΙ ΕΛΠΙΔΑ...

ΓΙΑΤΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΕΝΩ ΣΤΑΣΙΜΗ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΗΣΥΧΟ. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ, ΑΛΛΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΜΕ ΤΡΩΕΙ, ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΞΕΧΥΛΙΖΕΙ, ΚΑΤΙ ΠΑΛΕΥΕΙ ΝΑ ΒΓΕΙ... ΚΑΤΙ...

ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΨΑΞΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ, ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΞΕΓΥΜΝΩΘΕΙΣ... ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ...

Ε.Σ.



365 : Η αρχή...

365 : Η αρχή...: "I KNOW WHO I AM... I JUST DON'T ALWAYS KNOW WHAT I AM CAPABLE OF..." ES Watch this space...